ἐμβραμένα

English (LSJ)

ἡ, Sicil. for εἱμαρμένη, Sophr.119; cf. ἔμβραται· εἵμαρται, Hsch.

Spanish (DGE)

v. εἱμαρμένη.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβραμένα: ἡ, Λακων. ἀντὶ τοῦ εἱμαρμένη, παρὰ Σώφρονι ἐν Μ. Ἐτυμ. 334. 10˙ πρβλ. καὶ Ἡσύχιον ἐν λέξει.