ἐμβρόχημα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἐμβροχή (infusion, embrocation)¹, Herod.Med. in Rh.Mus. 58.83.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. embrocación, fomento παραθήσομέν τι χλιαρὸν ἐμβρόχημα Anon.Med.Acut.Chron.5.3.1.