ἐμβόησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, shouting, Aret.CA1.2, Ruf. ap. Orib.inc.20.27, Antyll. ap. eund.6.6.5.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
grito, chillido Aret.CA 1.2.1, 2.10.6, Ruf. en Orib.Inc.38.27, Paul.Aeg.6.74.1, ἐμβοήσεις συνεχεῖς Antyll. en Orib.6.6.5, αἱ τῶν στρατηγῶν ἐμβοήσεις Eust.826.35
ret. exclamación Anon.Seg.19, cf. 237.

German (Pape)

[Seite 806] ἡ, das Anrufen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβόησις: -εως, ἡ, τὸ ἐμβοᾶν, δυνατὸν φώναγμα, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· - ἐμβόημα, τό, Εὐστ. Πονημάτ. 140. 22.

Greek Monolingual

ἐμβόησις, η (Α)
δυνατή κραυγή που απευθύνεται σε κάποιον.