ἐμετοποιός

English (LSJ)

ἐμετοποιόν, Dsc.2.9.

Spanish (DGE)

-όν
medic. emético, vomitivo ὁ δὲ ποτάμιος (κοχλίας) ... ταρακτικὸς κοιλίας καὶ στομάχου, ἐμετοποιός Dsc.2.9.1.

German (Pape)

[Seite 807] Erbrechen erregend.