ἐμμεσιτεύω

German (Pape)

[Seite 808] vermitteln, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμεσῑτεύω: κατορθῶ τι διὰ μεσιτείας, Κλήμ. Ἀλ. 862.

Spanish (DGE)

interponer, procurar πρὸς τὸ θεῖον συνάφειαν ... ἐμμεσιτεύει Clem.Al.Strom.7.9.52.

Greek Monolingual

ἐμμεσιτεύω (Α)
κατορθώνω κάτι με μεσολάβηση.