ἐμπάμον, gen. ονος, (πέπᾱμαι) = ἐπίκληρος, Hsch.
-ον heredero Hsch.
[Seite 810] ον (s. πέπαμαι), im Besitz, wohlhabend, Hesych.
ἐμπάμων: -ον, (πέπᾱμαι) ὁ κατέχων, ὁ κληρονόμος, «ἐμπάμονι· πατρούχῳ» Ἡσύχ.