ἐμπαίκτρια

German (Pape)

[Seite 809] ἡ, fem. zum Vorigen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπαίκτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἐμπαίκτης, Εὐστ. Πονημάτ. 73. 41.