ἐμπαραλαμβάνω

Spanish (DGE)

gram., de palabras entender, tomar como, interpretar en v. pas. ἐμπαραληφθῆναι ὑπὸ τοῦ σημαινομένου τὸ «αὐτοῦ» Sch.Er.Il.10.25b.