ἐμπαραλιμπάνω

English (LSJ)

pass over, c. acc., Them.in Ph.11.29.

Spanish (DGE)

dejar pasar, pasar por alto τοῦτο Them.in Ph.11.29.

Greek Monolingual

ἐμπαραλιμπάνω (Α)
παραλείπω, παραβλέπω.