ἐμπεριβάλλω

English (LSJ)

embrace, comprehend, dub.in Phld.Herc.1251. 8.

Spanish (DGE)

1 envolver, fig. involucrar, sumir c. dat. τὰς οἰκείας πόλεις κακοῖς ἐμπεριβάλλουσι Phld.Elect.8.10.
2 ret., en el discurso desarrollar, dar mayor amplitud, expandir τὰ νοήματα Aristid.Rh.2.18.

German (Pape)

[Seite 812] (s. βάλλω), darin umfassen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριβάλλω: περιβάλλω, ἐμπεριλαμβάνω, Ἀριστείδ. τ. 2. σ. 494.