ἐμπερινοστέω

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπερινοστέω: περινοστέω, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 46D.

Spanish (DGE)

recorrer, investigar Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην Pall.V.Chrys.12.304, cf. 5.140, 16.202.