ἐμπερονατρίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,= ἐμπερόνημα 1, Hsch.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ capa o manto doble Hsch., cf. ἐμπερόνημα 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπερονατρίς: -ίδος, ἡ, «ἱμάτιον διπλοῦν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐμπερονατρίς, η (Α)
διπλό ιμάτιο, διπλοΐς.