ἐμπνευστικός
Spanish (DGE)
-ή, -όν
mús. de viento τούτων (ὀργάνων) δὲ εἴδη τρία, ἐμπνευστικόν, ἁπτικὸν καὶ τὸ συναμφότερον Sch.D.T.111.25.
-ή, -όν
mús. de viento τούτων (ὀργάνων) δὲ εἴδη τρία, ἐμπνευστικόν, ἁπτικὸν καὶ τὸ συναμφότερον Sch.D.T.111.25.