ἐμπολόωντο

English (LSJ)

v. ἐμπολάω 1.1.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. impf. Moy. de ἐμπολάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολόωντο: эп. 3 л. pl. impf. med. к ἐμπολάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολόωντο: ἴδε ἐμπολάω 2.

Greek Monotonic

ἐμπολόωντο: Επικ. αντί -ῶντο, γʹ πληθ. Μέσ. ενεστ. του ἐμπολάω.