ἐμπονέω
English (LSJ)
A work on, [τῇ γῇ] Alciphr.3.25, cf. JHS33.338 (Macedonia, ii A.D.).
II c. acc., elaborate, θεωρίαν Gal.4.760.
Spanish (DGE)
• Grafía: ἐνπ- IMaced.186.19 (Oréstide II d.C.)
1 trabajar c. ac. μηδενὶ ἐξεῖναι ἐπαρχικῷ ἢ ἐνπονεῖν ἢ ἀγοράζειν ἢ κατέχειν δημοσίαν γῆν IMaced.l.c., c. dat. ὁ γεωργὸς ἐμπονεῖ τῇ γῇ Mac.Aeg.Serm.B 7.9.2, μοχθηραῖς μεταλλείαις Const. en Eus.VC 2.32.1, cf. Soz.HE 1.8.3, abs. ἀργὸς δὲ ἡ γῆ χηρεύουσα τῶν ἐμπονούντων Alciphr.2.22.1
•fig. χρὴ ... ἐμπονεῖν τῇ γῇ τῆς καρδίας Mac.Aeg.Serm.B 7 tít., en v. pas. ἡ ... ἡμῶν ἐμπονηθεῖσα ψυχή Gr.Nyss.Hom.in Cant.113.19.
2 elaborar τὴν φυσικὴν ... θεωρίαν Gal.4.760.
German (Pape)
[Seite 816] darin arbeiten, τινί, Alciphr. 3, 25.