ἐνάρμοσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, fitting in, Archim.Stom.1 (pl.), Procl.Hyp.6.9.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
ensamble, ajuste ἡ ἐ. τῶν σφονδύλων Procl.in R.2.216, cf. Hyp.6.5, in Euc.p.201.11
combinación αἱ ἐναρμόσεις τῶν ... σχαμάτων Archim.Stom.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάρμοσις: ἡ, τὸ ἐναρμόζειν, Πρόκλ. Ὑποτ. Ἀστρ. σ. 69. 35, κτλ.