ἐναγάλλομαι
Greek (Liddell-Scott)
ἐναγάλλομαι: τῷ προηγ., Νικ. Θηρ. 62.
Spanish (DGE)
regocijarse en c. dat. τῇ τοῦ Πατρὸς θέᾳ en la contemplación del Padre Eus.M.23.132B, cf. Ephr.Syr.1.263A, τοῖς ἀπορρήτοις τοῦ παραδείσου μυστηρίοις Gr.Nyss.Hom.in Eccl.360.1, τῷ νυμφικῷ κόσμῳ Gr.Nyss.Hom.in Cant.214.11, τῷ ἀπατᾶσθαι Euagr.Pont.Eulog.M.79.1116B.