ἐναντιάζομαι

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιάζομαι: ἐναντιοῦμαι, Ἐφραὶμ ὁ Σύρος τ. 1, σ. 9F.

Spanish (DGE)

oponerse, enfrentarse πρὸς ἕνα ἕκαστον ἐναντιάζεται Ephr.Syr.1.9F.