ἐναντιοστατέω

Spanish (DGE)

ser contrario a, contradecir c. dat. τὰ συμβεβηκότα ... ὁμολογούμενα τοῖς φαινομένοις καὶ οὐδέποτε ἐναντιοστατοῦντα αὐτοῖς Porph.in Harm.28.2.