ἐναποτελέω
English (LSJ)
in Pass., to be produced, Alex.Aphr.Pr.1.134.
Spanish (DGE)
llevar a cabo, producir προφυλακτικὸν τῶν ἑρπετῶν ... θυμίαμα Eutecnius Th.Par.6.12, cf. Greg.Leg.Hom.M.86.584C, en v. pas., Alex.Aphr.Pr.1.134.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποτελέω: μέλλ. -έσω, συναποτελῶ, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 134, ἀλλ’ ἐν Α. Β. 766. 22: ἓν ἀποτελῶ, «ὡς νῦν ῥάπτας φαμὲν τοὺς τὰ διεστῶτα καὶ διερρηγμένα ἱμάτια εἰς ἓν συνάγοντας καὶ ὑγιές τι ἓν ἀποτελοῦντας».