ἐνδιαδύνω

Spanish (DGE)

introducirse, penetrar εὐλαβῆσαι δεῖ τοῦτο τὸ πάθος διὰ τὸ ἐνδιαδύνειν ἔσω ἐπὶ τὸν πνευμόνα Hippiatr.Cant.90.1.