ἐνδιατριβή

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιατριβή: ἡ, (ἐνδιατρίβω) τὸ ἐνδιατρίβειν, ἀργοπορία, βραδύτης, Ὠριγέν. IV. 340C. Καθ’ Ἡσύχ. «λιμήν· ἀγορὰ καὶ ἐνδιατριβή».

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ lugar de residencia ἀγορὰ καὶ ἐ. Hsch.s.u. λιμήν.