ἐνδόσε

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδόσε: ἐπίρρ., εἰς τὰ ἔνδον, εἰς τὰ ἐντός, καὶ τ στρώματα ἐσφέρειν ἐνδόσε Ἰων. Ἐπιγρ. 4313.

Spanish (DGE)

adentro, a casa τὴγ κλίνην ἀπὸ τοῦ σήματος καὶ τὰ στρώματα ἐσφέρεν ἐ. Sokolowski 3.97A.14 (Ceos V a.C.).