ἐνεγκοῦσα: ἡ, θηλ. μετοχ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ φέρω, ὡς οὐσ. = ἡ γενέτειρα πατρίς, Ξενοφῶν Ἐφέσ. 4. 9 (σ. 108, 3), κλ.