ἐνευπαθέω

English (LSJ)

= εὐπαθέω ἐν... Lib.Or.11.257,268.

Spanish (DGE)

(ἐνευπᾰθέω) 1 intr. disfrutar, divertirse en ἐνευπαθήσοντες ἐν νυκτί Lib.Or.11.257, cf. 268.
2 tr. deleitar τοῖς αἰσθητοῖς οὕτω φιλοτεχνήμασιν ... τὴν ὄψιν Gr.Nyss.Thdr.63.15.

German (Pape)

[Seite 839] = εὐπαθέω ἐν, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνευπᾰθέω: εὐπαθέω ἐν, Λιβάν. 1. 359, Κ. Μανασσ. Χρ. σ. 13Β, κλ.