ἐνθεσπίζω

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθεσπίζω: θεσπίζω ἔν τινι, Εὐσέβ. IV. 444Α.

Spanish (DGE)

profetizar ἐνθεσπίζοντος ἐν αὐτῷ θείου πνεύματος Eus.DE 6.15 (p.269).