ἐνικάτθανε

English (LSJ)

Ep. 3sg. aor. 2 of ἐγκαταθνῄσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνικάτθανε: γ΄ ἑνικ. Ἐπικ. ἀορ. β΄ τοῦ ἐγκαταθνήσκω.