ἐνικάτθεο

English (LSJ)

ἐνικάτθετο, Ep. aor. 2 of ἐγκατατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνικάτθεο: Hes. 2 л. sing. imper. к ἐγκατατίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Ἐπικ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἐγκατατίθημι.

Greek Monotonic

ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Επικ. αντί ἐγκαταθοῦ, ἐγκατέθετο και βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του ἐγκατατίθημι.