ἐνιστορέω
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιστορέω: ἐξιστορῶ, διηγοῦμαι, Ἱππόλυτ. π. Ἀντιχρ σ. 73, 6.
Spanish (DGE)
investigar ταῦτα ... λεπτομερῶς Hippol.Antichr.49, τὴν ἐκεῖσε γεγενημένην πραγματείαν Anon.HE proem.7.
ἐνιστορέω: ἐξιστορῶ, διηγοῦμαι, Ἱππόλυτ. π. Ἀντιχρ σ. 73, 6.
investigar ταῦτα ... λεπτομερῶς Hippol.Antichr.49, τὴν ἐκεῖσε γεγενημένην πραγματείαν Anon.HE proem.7.