ἐννήχω

Spanish (DGE)

1 nadar, flotar en ὄψεται ... ἐννήχειν ἑστῶτα τοῖς τῶν ἀγροίκων παιδίοις (lo) verá nadar colocado entre los niños de los campesinos Lib.Decl.32.20
en v. med. mismo sent. ὁπότε τὰς πτέρυγας διατείνοντες ἐννήχοιντο de peces, Ph.1.385, κροκόδειλος ἐννηχόμενος Plu.2.994b, εἴτε θαλάττῃ, εἴτε καὶ ἄλλῳ τις ὕδατι ἐννήχοιτο Antyll. en Orib.6.27.5
fig. (νοήματα) ἐννήχεται ὡς ἐν ποταμῷ τῷ λόγῳ Ph.1.693.
2 medic. flotar, mantenerse suelto los cóndilos en sus cavidades χαλαρὰ δὲ ἐννήχειν τὰ κορωνὰ ταῖς κοιλότησιν Gal.2.461.