ἐννενώκασι

English (LSJ)

Ion. for ἐννενοήκασι, 3pl. pf. of ἐννοέω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. ion. de ἐννοέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐννενώκασι: ион. (= ἐννενοήκασι) 3 л. pl. ppf. к ἐννοέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννενώκασι: Ἰων. ἀντὶ ἐννενοήκασι, γ΄ πληθυντ. πρκμ. τοῦ ἐννοέω.

Greek Monotonic

ἐννενώκασι: Ιων. αντί ἐν-νενοήκασι, γʹ πληθ. παρακ. του ἐννοέω.