ἐννοσσοποιέομαι

English (LSJ)

Med., make oneself a nest on, LXX 4 Ma.14.16.

Spanish (DGE)

hacerse el nido τὰ δε (πετεινά) κατὰ κορυφὰς ὀρέων ... ἐννοσοποιησάμενα LXX 4Ma.14.16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννοσσοποιέομαι: μέσ., κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν φωλεὰν ἐπί τινος τόπου, τὰ κατὰ κορυφὰς ὀρέων... ἐννοσσοποιούμενα (πετεινὰ) Ἰωσήτ. Μακκ. 14.