ἐνοιδής

English (LSJ)

ἐνοιδές, swollen, Nic.Al.422.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [neutr. plu. no contr. ἐνοιδέα]
hinchado οὖλα Nic.Al.422.

German (Pape)

[Seite 849] ές, geschwollen, Nic. Al. 422.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοιδής: -ές, πρησμένος, Νικ. Ἀλεξιφ. 422.

Greek Monolingual

ἐνοιδής, -ές (Α) ενοιδέω
εξογκωμένος, πρησμένος.