ἐνοικιάζω

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοικιάζω: ὡς καὶ νῦν, Γρηγέντιος 612Β.

Spanish (DGE)

alquilar μέρος οἰκίας PLond.1735.11 (VI d.C.) en BL 3.98, en v. pas. τὰ οἰκήματα πάντα ... ὅσαπερ εἰσὶν ἐνοικιαζόμενα καλῶς Greg.Leg.Hom.M.86.612B.