ἐνστηματικός
Spanish (DGE)
-ή, -όν
empecinado, testarudo subst. οἱ περὶ τὸ εὐσεβὲς στερροὶ καὶ ἐνστηματικοί CEph.(431) Ep. en ACO 1.1.7.160.1.
-ή, -όν
empecinado, testarudo subst. οἱ περὶ τὸ εὐσεβὲς στερροὶ καὶ ἐνστηματικοί CEph.(431) Ep. en ACO 1.1.7.160.1.