ἐνσφηνόω

German (Pape)

[Seite 853] einkeilen, verstopfen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσφηνόω: σφηνόω ἔν τινι, σφηνώνω εἴς τι. - Παθ., σφηνοῦμαι ἔν τινι, Διοσκ, 5. 29, Πρόκλ. Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 425.