ἐντεομήστωρ
English (LSJ)
v. ἐντεσιμήστωρ.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ experto con las armas Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεομήστωρ: «ὅπλων ἔμπειρος» Ἡσύχ., πρβλ. ἐντεσιμήστωρ.
v. ἐντεσιμήστωρ.
-ορος, ὁ experto con las armas Hsch.
ἐντεομήστωρ: «ὅπλων ἔμπειρος» Ἡσύχ., πρβλ. ἐντεσιμήστωρ.