ἐντιμόω

German (Pape)

[Seite 856] ehren, LXX.

Spanish (DGE)

honrar, estimar en v. pas. ἐντιμωθήτω δὴ ἡ ψυχή μου ... ἐν ὀφθαλμοῖς σου LXX 4Re.1.13, 14, ἐπὶ τοὺς ἀλλοφύλους ἐντιμωθήσομαι Quint.Ps.107.10.