ἐντρομή

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρομή: ἡ, τρόμος, «τρομάρα», Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 679D.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ temblor de las manos, Gr.Nyss.M.46.137C.