ἐνωπῶς

English (LSJ)

ἐμφανῶς, Hsch.

Spanish (DGE)

adv. abiertamente, a las claras Hsch.

Greek Monolingual

ἐνωπῶς (Α)
επίρρ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἐμφανῶς».