ἐνόλμιος
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἐνόλμιος: и ἔνολμος 2 восседающий на треножнике (эпитет Аполлона) Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνόλμιος: -ον, μαντικός, Σοφ. Ἀποσπ. 875 (Ἐτυμ. Μ. 344, 40).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que está en el trípode, e.e., adivino epít. de Apolo, S.Fr.1044, cf. ἔνολμις Phot.ε 997.
Greek Monolingual
ἐνόλμιος και ἔνολμος, -ον (Α) όλμος
αυτός που κάθεται πάνω στον τρίποδα, μαντικός (επίθ. του Απόλλωνος).