v. ἐνόρνυμι.
ἐνῶρσα: αόρ. αʹ του ἐνόρνυμι· ἐν-ῶρτο, γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ.
ἐνῶρσα: aor. 1 к ἐνόρνυμι.