ἐνῶρσα

French (Bailly abrégé)

v. ἐνόρνυμι.

Greek Monotonic

ἐνῶρσα: αόρ. αʹ του ἐνόρνυμι· ἐν-ῶρτο, γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνῶρσα: aor. 1 к ἐνόρνυμι.