ἐξέμεν

English (LSJ)

Ep. aor. 2 inf. of ἐξίημι, Il.11.141.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἐξίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέμεν: (αι) эп. inf. aor. 2 ἐξίημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέμεν: Ἐπικ. ἀπαρ. ἀορ. β΄ τοῦ ἐξίημι, Ἰλ. Λ. 141.

Greek Monotonic

ἐξέμεν: Επικ. αντί ἐξεῖναι, αόρ. βʹ του ἐξίημι.