v. ἐκσεύω.
v. ἐκσεύομαι.
ἐξέσσῠτο: ἴδε ἐν λ. ἐκσεύω.
ἐξέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκσεύω.