ἐξέσσυτο

English (LSJ)

v. ἐκσεύω.

French (Bailly abrégé)

v. ἐκσεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέσσῠτο: ἴδε ἐν λ. ἐκσεύω.

Greek Monotonic

ἐξέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκσεύω.