ἐξίσχιος

English (LSJ)

ἐξίσχιον, projecting at the hip, σκέλος Hp.Art.58.

German (Pape)

[Seite 883] mit hervortretender Hüfte, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξίσχιος: -ον, ἔχων τὰ ἰσχία ἐξέχοντα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 824· πρβλ. ἐξόφθαλμος.

Greek Monolingual

ἐξίσχιος, -ον (Α)
αυτός που έχει προεκτεταμένα ισχύα, ξεγοφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισχίον].