ἐξαγγελεύς

German (Pape)

[Seite 861] ὁ, = ἐξάγγελος, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγγελεύς: έως, ὁ, = ἐξάγγελος, Κύριλλ. Ἀλ. σ. 776.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 anunciador τῆς διηνηκοῦς ... λατρείας de Moisés, Cyr.Al.M.70.1224A.
2 enunciador del Verbo υἱὸς ὡς ἐ. Cyr.Al.M.75.409A.

Greek Monolingual

ἐξαγγελεύς, ο (Α)
εξάγ
γελος.