ἐξαιρῶ
Mantoulidis Etymological
(=ἀφαιρῶ, διαλέγω). Σύνθετο ἀπό τό ἐκ + αἱρῶ.
Παράγωγα: ἐξαιρέσιμος, ἐξαίρεσις, ἐξαιρετέος, ἐξαιρετός, ἐξαίρετος.
(=ἀφαιρῶ, διαλέγω). Σύνθετο ἀπό τό ἐκ + αἱρῶ.
Παράγωγα: ἐξαιρέσιμος, ἐξαίρεσις, ἐξαιρετέος, ἐξαιρετός, ἐξαίρετος.