ἐξαιχμαλωτίζω

German (Pape)

[Seite 865] zum Gefangenen machen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαιχμᾰλωτίζω: αἰχμαλωτίζω, Ἰω. Χρυσ. Ι. 698D, Νικήτ. Χρον. 51C.

Spanish (DGE)

hacer cautivo, esclavizar Πελοποννησίους Demad.84, cf. Chrys.M.48.903, τὴν πόλιν Chrys.M.48.954, cf. Didym.in Zach.2.329, en v. pas. ἐξῃχμαλωτίσθησαν καὶ ἐγένοντο δοῦλοι Chrys.M.61.434, fig. ὁ νοῦς ἐξῃχμαλωτίσθη Mac.Aeg.Hom.43.3.

Greek Monolingual

ἐξαιχμαλωτίζω (AM) αιχμαλωτίζω
αιχμαλωτίζω.