ἐξακολούθησις

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 resultado, consecuencia c. gen. τῆς ἁμαρτίας PMag.12.404.
2 seguimiento c. dat. ἡ ἐ. ταῖς πονηραῖς καὶ ταῖς λυμαντικαῖς ἐξουσίαις Clem.Al.Strom.2.15.68.

German (Pape)

[Seite 865] ἡ, das Folgen, Nachspähen, Sp., Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξακολούθησις: -εως, ἡ, τὸ ἐξακολουθεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 465.