ἐξακριβασμός

Greek (Liddell-Scott)

ἐξακριβασμός: -οῦ, ὁ, ἐξακρίβωσις, Νικηφ. Βλεμμ. σ. 1326, ἔκδ. Μί.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
observancia τῶν κατὰ τὴν ἀλήθειαν ... ἐπιζητουμένων Hippol.Chron.19.